- κτήσιος
- Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό βόδι προς τιμήν του· ο Αντικλείδης κάνει λόγο για ένα έθιμο, κατά το οποίο οι κάτοικοι τοποθετούσαν το σύμβολο του θεού στις αποθήκες τους. Στις Θεσπιές ανακαλύφθηκε στήλη με παράσταση φιδιού, που αποτελεί απεικόνιση του Κ. Δία, σύμφωνα με τον Νίλσον. Ίχνη λατρείας σώθηκαν επίσης στην Επίδαυρο, στη Θήρα, στην Ανάφη, στη Σύρο, στην Τέω, στη Φρυγία κ.α. Ο Κ. Δίας αναφέρεται συχνά μαζί με την Κ. Αθηνά.
* * *κτήσιος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση ή στο κτήμα, στην περιουσία («χρημάτων κτησίων», Αισχύλ.)2. (για τον Δία) προστάτης τής ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)3. (για την Αφροδίτη) η προστάτιδα τών εταιρών, τών πορνών4. (ως προσωνυμία τού Ερμή) ὁ Κτήσιοςαυτός που παρέχει, που χαρίζει περιουσία («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῡ πωλεῑν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», Πλούτ.)5. φρ. α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίωνβ) «κτήσιος βωμός» — ο βωμός τού Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κτήτ-ιος, με συριστικοποίηση, < κτητός (πρβλ. δημόσιος), με πιθανή επίδραση τού κτῆσις].
Dictionary of Greek. 2013.